Dictionary of Greek. 2013.
πυζάμα — η βλ. πιζάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυτζάμα — η, Ν. βλ. πυζάμα … Dictionary of Greek